διττογραφία

διττογραφία
η грам, двоякое написание слова

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "διττογραφία" в других словарях:

  • δισσογραφία — και διττογραφία, η (AM δισσογραφία και διττογραφία) η επανάληψη μιας λέξεως από τον αντιγραφέα τού κειμένου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γραφία] …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»